- Στεφανιαία νόσο με πιθανή συνέπεια την εκδήλωση εμφράγματος του μυοκαρδίου.
- Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο .
- Αμφιβληστροειδοπάθεια με πιθανή συνέπεια την τύφλωση.
- Νεφροπάθεια που είναι δυνατό να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια και ανάγκη για αιμοκάθαρση.
- Νευροπάθεια με πιθανή συνέπεια τη δημιουργία ελκών των κάτω άκρων και τον ακρωτηριασμό.
Είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί πως πολλές από αυτές τις επιπλοκές δεν έχουν χαρακτηριστική συμπτωματολογία σε αρχικά στάδια και οι περισσότερες μπορούν να προληφθούν ή να μετριαστούν σε ένταση και σοβαρότητα με το συνδυασμό τακτικής ιατρικής παρακολούθησης των επιπέδων σακχάρου στο αίμα.
Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η παροχή βασικών οδηγιών για την πρόληψη ή/και αντιμετώπιση των προαναφερθέντων δυσάρεστων νοσογόνων καταστάσεων που σχετίζονται με το σακχαρώδη διαβήτη.
Έλεγχος των επιπέδων σακχάρου στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη
Οι μακροπρόθεσμες επιπλοκές που σχετίζονται με το σακχαρώδη διαβήτη οφείλονται στην επίδραση των υψηλών επιπέδων σακχάρου στα αιμοφόρα αγγεία. Από πολλές και εξαιρετικά σημαντικές μελέτες, με παρακολούθηση εκατομμυρίων ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη γνωρίζουμε πέραν κάθε αμφιβολίας πως ασθενείς με χαμηλότερα επίπεδα σακχάρου στο αίμα παρουσιάζουν λιγότερες επιπλοκές σε σχέση με τα άτομα με υψηλότερα επίπεδα σακχάρου. Συμπεραίνεται λοιπόν πως η διατήρηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα κοντά στα φυσιολογικά επίπεδα είναι ο καλύτερος τρόπος πρόληψης των μακροπρόθεσμων επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη.
Παρακολούθηση των επιπέδων σακχάρου σακχάρου
Η κατ'οίκον αυτομέτρηση των επιπέδων σακχάρου με τους ευρύτατα διαδεδομένους μετρητές σακχάρου αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο εκτίμησης της επιτυχίας της θεραπευτικής αγωγής. Για τους περισσότερους ασθενείς, ο στόχος για το πρωινό σάκχαρο νηστείας καθώς και πριν από κάθε γεύμα είναι 80-120 mg/dl.
Μεγάλης αξίας είναι και η καταγραφή των επιπέδων της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης ή HbA1C (όπως έχουμε αναλυτικά παρουσιάσει σε προηγούμενο άρθρο μας), καθώς παρέχει το μέσο όρο των επιπέδων σακχάρου στο αίμα τους προηγούμενους 1-3 μήνες. Συνιστώμενη και επιθυμητή τιμή γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης είναι έως 7 που αντιστοιχεί σε ένα μέσο επίπεδο σακχάρου αίματος 150 mg/dl. Ακόμα και μικρές μειώσεις των επιπέδων γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης ελαττώνουν τον κίνδυνο των σχετιζόμενων με το σακχαρώδη διαβήτη επιπλοκών.
Ο συνδυασμός γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης και αυτομέτρησης των επιπέδων σακχάρου παρέχει πολύτιμες πληροφορίες τόσο για τα μέσα όσο και τα καθημερινά επίπεδα σακχάρου.
Οφθαλμικές επιπλοκές στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη
Η τακτική οφθαλμολογική εξέταση είναι απαραίτητη για την πρώιμη ανίχνευση αμφιβληστροειδοπάθειας σε αρχικό στάδιο όπου η νόσος μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η όραση του ασθενούς.
Η οφθαλμολογική εξέταση θα πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει τη διαστολή των κορών με τη χρήση κατάλληλων οφθαλμικών σταγόνων για να ελεγχθεί πλήρως ο αμφιβληστροειδής. Ο κίνδυνος της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας εξαρτάται από τον τύπο και τη διάρκεια του σακχαρώδη διαβήτη και συνεπώς ποικίλλουν οι συστάσεις όσον αφορά τον έλεγχο των ασθενών.
Διαβήτης τύπου 1. Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 θα πρέπει να υποβάλλονται στην πρώτη οφθαλμολογική εξέταση τους πέντε χρόνια μετά τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη. Η συχνότητα των ακόλουθων εξετάσεων εξαρτάται από τα ευρήματα του αρχικού ελέγχου αλλά συνήθως συνιστάται κάθε ένα έως δύο χρόνια μετά την αρχική εξέταση.
Διαβήτης τύπου 2. Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 θα πρέπει να υποβάλλονται στην πρώτη οφθαλμολογική εξέταση τους αμέσως μόλις διαγιγνώσκονται με σακχαρώδη διαβήτη, καθώς συχνά τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα είναι σε υψηλά επίπεδα για αρκετά χρόνια πριν από τη διάγνωση. Με την πρώτη οφθαλμολογική εξέταση είναι δυνατό να καθοριστεί αν υπάρχουν οφθαλμικές επιπλοκές, η σοβαρότητα τους και η πιθανή αντιμετώπιση τους. Η συχνότητα των ακόλουθων οφθαλμολογικών εξετάσεων εξαρτάται από τα ευρήματα του αρχικού ελέγχου αλλά συνήθως συνιστάται κάθε ένα έως δύο χρόνια μετά την αρχική εξέταση.
Περιποίηση των κάτω άκρων στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη
Η ύπαρξη αρρύθμιστου σακχαρώδη διαβήτη συνεπάγεται τη μείωση της αιματικής ροής στα κάτω άκρα και τη βλάβη των αισθητικών νεύρων που οδηγούν με τη σειρά τους στην ανάπτυξη σοβαρών επιπλοκών όπως τα έλκη. Οι επιπλοκές από τα κάτω άκρα είναι πολύ συχνές στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη και συχνά ξεφεύγουν της προσοχής τόσο από τον ιατρό όσο και από τον ασθενή.
Αυτοεξέταση Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη θα πρέπει να εξετάζουν τα κάτω άκρα τους καθημερινά. Είναι πολύ σημαντικό να εξετάζεται ολόκληρο το πόδι και ειδικά η περιοχή μεταξύ των δακτύλων, και να αναζητούνται πιθανές εκδορές, έλκη, περιοχές με αυξημένη ευαισθησία ή ερυθρότητα. Η αυτοεξέταση προτείνεται να αποτελεί τμήμα της καθημερινής ρουτίνας, πριν ή μετά το καθημερινό ντύσιμο ή και μπάνιο.Για αρκετούς ασθενείς ο έλεγχος είναι δυνατό να διευκολυνθεί με τη χρήση καθρέφτη, ενώ αν είναι αδύνατη η αυτοεξέταση ακόμα και με τη χρήση καθρέφτη θα πρέπει κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας να συνδράμει τον ασθενή με σακχαρώδη διαβήτη.
Ιατρική εξέταση Κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης ιατρικής εξέτασης ο ιατρός θα πρέπει να ελέγχει τη ροή αίματος και την αισθητικότητα των κάτω άκρων. Στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 ο ετήσιος έλεγχος των κάτω άκρων θα πρέπει να αρχίζει 5 έτη μετά τη διάγνωση και για τους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 όταν τίθεται η διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη.
Επιπλοκές απο τα νεφρα σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη
Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι δυνατόν να επηρεάσει τη νεφρική λειτουργία. Η ανεύρεση μικροσκοπικών επιπέδων αλβουμίνης (λευκωματίνης) στα ούρα (μικροαλβουμινουρία ή μικρολευκωματινουρία) αποτελεί ένα πρώιμο δείκτη νεφροπάθειας, ενώ ο ποσοτικός προσδιορισμός της λευκωματουρίας μπορεί επίσης να βοηθήσει τον κλινικό γιατρό στις θεραπευτικές του παρεμβάσεις, ειδικά αν η νεφροπάθεια επιδεινώνεται.
Ο έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας με εξετάσεις των ούρων θα πρέπει να αρχίζει 5 έτη μετά τη διάγνωση και για τους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 όταν τίθεται η διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη. Αν αποδειχθεί πως υπάρχει νεφρική δυσλειτουργία θα πρέπει να ακολουθήσει αυστηρός έλεγχος των επιπέδων σακχάρου και λιπιδίων (χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων) στον ασθενή. Συγκεκριμένες κατηγορίες αντιϋπερτασικών φαρμάκων (ονομάζονται αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης και αποκλειστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης) θα πρέπει να χορηγηθούν επί εμμονής της λευκωματουρίας ακόμα και αν η αρτηριακή πίεση είναι φυσιολογική.
Αρτηριακή υπέρταση και σχετιζόμενες επιπλοκές στο σακχαρώδη διαβήτη
Πολλοί ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη έχουν υπέρταση (υψηλή αρτηριακή πίεση). Παρά το γεγονός πως η υπέρταση συνοδεύεται από ελάχιστα συμπτώματα έχει δύο σημαντικές αρνητικές επιδράσεις: καταπονεί το καρδιοαγγειακό σύστημα και επιταχύνει την ανάπτυξη επιπλοκών από τους νεφρούς και τους οφθαλμούς.
Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης θα πρέπει να γίνεται σε κάθε επίσκεψη στον ιατρό.
Τα επιθυμητά επίπεδα αρτηριακής πίεσης θα πρέπει να είναι <140/90 mm Hg και πιθανώς <130/80 mm Hg για τους ασθενείς με διαβήτη που δεν έχουν νεφρολογικά προβλήματα ενώ χαμηλότερα επίπεδα αρτηριακής πίεσης (<130/80 mm Hg) θα πρέπει να είναι ο στόχος σε ασθενείς με διαβήτη και νεφροπάθεια.
Αν ένας ασθενής πάσχει από προ-υπέρταση (>120/80 mm Hg) ο ιατρός θα πρέπει να συστήσει απώλεια βάρους, άσκηση, μείωση της πρόσληψης άλατος στη δίαιτα, διακοπή καπνίσματος και ελάττωση της πρόσληψης αλκοόλ. Αν τα παραπάνω μέτρα δεν αποδώσουν, ο ιατρός θα πρέπει να συστήσει την άμεση έναρξη φαρμακευτικής αγωγής.
Καρδιαγγειακές επιπλοκές σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη
Πέραν της ελάττωσης των επιπέδων σακχάρου στο αίμα υπάρχουν συγκεκριμένα μέτρα που είναι σημαντικά για την ελάττωση κινδύνων από την καρδιά και τα αγγεία
- Διακοπή καπνίσματος
- Αντιμετώπιση υπέρτασης με αλλαγές του τρόπου ζωής ή/και φαρμακευτική αγωγή
- Έλεγχος των επιπέδων χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων. Η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία συστήνει πως οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη θα πρέπει να έχουν επίπεδα LDL-χοληστερόλης («κακή» χοληστερόλη) <100 mg/dl ή ακόμα και κάτω από 70-80 mg/dl.
- Χορήγηση ασπιρίνης (81-100 mg/ημέρα) συνιστάται για κάθε ασθενή με σακχαρώδη διαβήτη και αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.
Εγκυμοσύνη και σακχαρώδης διαβήτης
Ο ικανοποιητικός έλεγχος του σακχαρώδη διαβήτη και των πιθανών επιπλοκών του είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τις γυναίκες που σχεδιάζουν εγκυμοσύνη ή είναι ήδη έγκυες. Η ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ελαττώνει τον κίνδυνο επιπλοκών τόσο στη μητέρα όσο και στο μωρό, όπως έχει αναλυθεί σε προηγούμενο άρθρο μας.